- παραγαύδιον
- και παραγαύδιν, τὸ, Α [παραγαύδης]υποκορ. τού παραγαύδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ALBA — I. ALBA Graeca Belgrade Gallice nandor, Alba Hungarice, Griechisch Weissenburg Germanice, urbs munitiss. Hungariae, in Rascia provinc, ad confluentes Savi in Danubium in colle sub Turcis ab A. C. 1520. male pro Tauruno ponitur, e cuius ruinis… … Hofmann J. Lexicon universale
παρακαυδωτός — ή, όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α 1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόν ο παραγαύδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον] … Dictionary of Greek